ἄμαλλος

ἄμαλλος
ἄμαλλος (A), ον,
A without fleece or nap, Eust.1057.12.
------------------------------------
ἄμαλλος (B): πέρδιξ ([place name] Polyrrhenian), Hsch.:—also [full] ἄμαλλοι· φυτὰ σικύων ἢ τῶν ὁμοίων, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄμαλλος — without fleece masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμαλλος — η, ο (Μ ἄμαλλος, ον) (κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχωμα ή χνούδι νεοελλ. (για πρόσωπα) άτριχος, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + μαλλός «μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • άμαλλος — η, ο αυτός που δεν έχει μαλλιά, φαλακρός: Κοντά στ άλλα ήταν ο καημένος κι άμαλλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄμαλλοι — ἄμαλλος without fleece masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… …   Dictionary of Greek

  • ἄμαλλα — bundle of ears of corn fem nom/voc sg ἄμαλλος without fleece neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”