ἄμαλλος — without fleece masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμαλλος — η, ο (Μ ἄμαλλος, ον) (κυρίως για υφάσματα) αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχωμα ή χνούδι νεοελλ. (για πρόσωπα) άτριχος, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + μαλλός «μαλλί»] … Dictionary of Greek
άμαλλος — η, ο αυτός που δεν έχει μαλλιά, φαλακρός: Κοντά στ άλλα ήταν ο καημένος κι άμαλλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄμαλλοι — ἄμαλλος without fleece masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… … Dictionary of Greek
ἄμαλλα — bundle of ears of corn fem nom/voc sg ἄμαλλος without fleece neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)